- Οσίου Λουκά, μονή
- Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί, σημερινοί Δελφοί, 896-Μονή 953) κάτω από την ακρόπολη του αρχαίου Στειρίου, στη θέση ιερού της Δήμητρας, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί το 945, αφού προηγουμένως είχε ζήσει αυστηρότατο ασκητικό βίο στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στα Γιαννημάκια (έως το 917), με στυλίτες ασκητές στο Ζεμενό και στην Πάτρα (917-927), πάλι στα Γιαννημάκια (927-939), κατόπιν στο παραθαλάσσιο Καλάμι, στον κόλπο της Αντίκυρας (939-942) και τέλος σε ένα έρημο νησί του Κορινθιακού, το Αμπελάκι, στον όρμο της Ζάλτσας (942-952).
Το πρώτο χτίσμα της μονής ήταν το κελί που έχτισε ο Όσιος Λουκάς κοντά στην πηγή (η οποία σώζεται ακόμα απέναντι από την είσοδο του καθολικού). Λίγο αργότερα χτίστηκαν εκεί και άλλα κελιά, για να στεγαστούν οι συνασκητές που προσέλκυε εκεί το όνομα του Οσίου. Με την ενίσχυση που έφερε η φήμη για τις θαυματουργικές και θεραπευτικές ιδιότητές του και για τις προφητικές του ικανότητες, ο Λουκάς και οι συνασκητές του χτίζουν έπειτα έναν μεγάλο ναό αφιερωμένο στην Αγία Βαρβάρα. Είναι ο σωζόμενος σήμερα βόρειος, ο μικρότερος από τους δύο, αφιερωμένος στην Παναγία. Με τις πλούσιες δωρεές και βασιλικές χορηγίες που ακολούθησαν ιδίως την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες (961), ο ηγούμενος Φιλόθεος και οι συνασκητές του Γαβριήλ, Γρηγόριος και Πέτρος χτίζουν το 1011 τον δεύτερο μεγάλο ναό, το καθολικό, το οποίο αφιέρωσαν στη μνήμη του Οσίου Λουκά και τοποθέτησαν εκεί τη λειψανοθήκη με τα οστά του. Από τα παλιά κελιά ελάχιστα τμήματα σώζονται σήμερα, κυρίως οι καμαροσκέπαστοι χώροι στο ισόγειο της δυτικής και της βόρειας πλευράς, επί των οποίων χτίστηκαν κατά καιρούς διώροφα και τριώροφα κτίρια, τα οποία παραμόρφωσαν την αρχική εμφάνιση του μοναστηριακού συγκροτήματος. Τα παλιά κελιά έχουν μόνο μία θύρα και ένα παράθυρο στην πρόσοψη.
Κοντά στο καθολικό βρίσκεται η διώροφη τράπεζα της μονής, σύγχρονη με το καθολικό, η οποία είχε καταστραφεί από βομβαρδισμούς το 1943 και αναστηλώθηκε πρόσφατα. Η τράπεζα είχε παραμορφωθεί τελείως από τον 18o αι., ενώ κατά τις αναστηλωτικές εργασίες αποκαλύφθηκαν σε αυτήν τοιχογραφίες του 18ου αι.
Κοντά στην τράπεζα υπάρχουν τα ερείπια νοσοκομείου του 17ου αι. και ανάμεσα σε αυτήν και στο καθολικό σώζεται η κινστέρνα, υπόγεια δεξαμενή νερού, από τα αρχικά κτίσματα της μονής (11ου αι.), όπως συνάγεται από τον τρόπο κατασκευής. Σώζεται επίσης τετραώροφος τετράγωνος πύργος (υπήρχαν δύο ακόμα, που έχουν εξαφανιστεί) και ακόμα το βορδοναρείον (στάβλος) και το φωτάναμα, όπου ήταν αναμμένη συνεχώς φωτιά και συγκεντρώνονταν οι μοναχοί για να ζεσταθούν.
Ο ναός της Παναγίας. Είναι ο μικρότερος από τους δύο ναούς του μοναστηριού και ο παλαιότερος, όπως εξακριβώθηκε απόλυτα κατά τις εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης που πραγματοποιήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ο νότιος τοίχος του νάρθηκα και του προστώου του συμπλέκεται με τον βόρειο τοίχο του ναού του Οσίου Λουκά, έτσι που δύσκολα καθορίζεται ποια τμήματα της τοιχοποιίας ανήκουν στον ένα και ποια στον άλλο. Άρχισε να χτίζεται το 946 και τελείωσε το 955, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Οσίου Λουκά. Συνεπώς πρόκειται για τον ναό που είχε αφιερωθεί αρχικά στην Αγία Βαρβάρα. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου, τετρακιόνιου σταυροειδούς μετά τρούλου, με πλήρως διαμορφωμένο ιερό. Κατά καιρούς υπέστη αρκετές ζημιές, όπως κατά τους σεισμούς του 1790, και επισκευάστηκε συχνά. Το 1848 έγιναν στερεωτικές εργασίες, ενώ το 1870-71 σκεπάστηκαν με επίχρισμα οι εσωτερικές του επιφάνειες και τοποθετήθηκαν γείσα, κορνιζώματα και άλλα διακοσμητικά γύψινα, που αλλοίωσαν το εσωτερικό του. Όλες αυτές οι κατασκευές, που δεν εναρμονίζονταν καθόλου προς το μνημείο και είχαν άλλωστε αποσαθρωθεί, αφαιρέθηκαν τελευταία (1971) και ο ναός απέκτησε την αρχική εμφάνισή του. Έτσι αποκαλύφτηκε η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τοιχοδομία του εσωτερικού, με πωρόλιθους χωριζόμενους με πλίνθους σε οριζόντιες σειρές, και τα λίγα σωζόμενα τμήματα του ζωγραφικού και γλυπτού διακόσμου του. Από τη μελέτη των σωζόμενων δειγμάτων προκύπτει ότι ο ζωγραφικός διάκοσμος της εκκλησίας, ο οποίος σωζόταν ανέπαφος μέχρι τους σεισμούς του 1790 και μεγάλα σύνολα έως περίπου το 1850, μπορεί να χρονολογηθεί στον 11o ή 12o αι. Μία τοιχογραφία με την παράσταση του Ιησού του Ναυή, που αποκαλύφτηκε τελευταία στον ανατολικό τοίχο του βόρειου διάδρομου σταυροθολίου του μεγάλου ναού του Οσίου Λουκά και η οποία ανήκει στον ναό της Παναγίας, αφού ο τοίχος στον οποίο είναι ζωγραφισμένη είναι ο δυτικός τοίχος αυτού του ναού, παρέχει πιθανώς ένα δείγμα του πρώτου διάκοσμου του ναού αυτού και πείθει ότι η τοιχογραφία φιλοτεχνήθηκε στο β’ μισό του 10ου αι. (πριν από το 1011, οπότε τοποθετείται η ανέγερση του ναού του Οσίου Λουκά). Πράγματι η μορφή του Ιησού του Ναυή έχει ρωμαλεότητα και αυστηρότητα, τα χαρακτηριστικά δηλαδή που αναπτύσσει η τέχνη μετά την εικονομαχία, και αποτελεί συγχρόνως τον απόηχο της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στην αυτοκρατορία κατά τα μέσα του 10ου αι., με τον αδιάκοπο αγώνα κατά των άπιστων. Ο Ιησούς του Ναυή, ζωγραφισμένος στον εξωτερικό τοίχο του ναού της Αγίας Βαρβάρας (στην οποία ήταν τότε αφιερωμένος ο ναός) ήταν ένα είδος ασπίδας κατά των πολέμιων Αράβων και Βουλγάρων.
Από το γλυπτό διάκοσμο του ναού δεν σώζεται μεγάλο μέρος. Η ποιότητα της τεχνικής πάντως και η αισθητική λεπτότητα των γλυπτών τα συνδέουν με τις μικρογραφίες ελληνικών χειρόγραφων χρονολογούμενων περίπου το 950.
Εξωτερικά ο ναός της Παναγίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής της βυζαντινής τέχνης. Το επιμελέστατο πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής με το ζεστό χρώμα των πωρόλιθων, τα μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα τοξωτά ανοίγματα σε διάφορα επίπεδα, το «παιγνίδισμα» των μονόκλινων και δίκλινων στεγών, ο κομψός, αν και μεταποιημένος τρούλος και ο πλούσιος κεραμοπλαστικός διάκοσμος με τις επάλληλες συνεχείς οδοντωτές ταινίες και τα πολυποίκιλα κουφικά θέματα, δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ναού της Παναγίας ως του κομψότερου και τελειότερου μνημείου των μέσων του 10ου αι., που συνετέλεσε ώστε τα προβλήματα της τέχνης του αιώνα αυτού να κρίνονται με άλλο πνεύμα.
Ο ναός του Οσίου Λουκά. Είναι το καθολικό της μονής. Άρχισε να χτίζεται τα πρώτα χρόνια του 11ου αι. και ολοκληρώθηκε το 1011. Η κατάπληξη και ο θαυμασμός που προκαλούσαν και προκαλούν, η μεγαλοπρέπεια του ναού δικαιολογούν την πεποίθηση ότι δεν μπορεί παρά να χτίστηκε με μεγάλες αυτοκρατορικές χορηγίες. Από εδώ προήλθε και η παράδοση –που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα– η οποία συνδέει τους τάφους της κρύπτης με τον αυτοκράτορα Ρωμανό B’ και τη σύζυγό του. Ο ναός είναι οκταγωνικού τύπου με κύριο χαρακτηριστικό τον πελώριο, χωρίς εσωτερικά στηρίγματα, τρούλο (διάμετρος 9 μ., ύψος 5,25 μ.). Το γενικό σχέδιο του ναού, η σοφή αρχιτεκτονική διάταξη των μερών του, οι υψηλές αναλογίες, η αρμονική σύνθεση των όγκων και η καλλιτεχνική εκτέλεση και των μικρότερων τμημάτων δίνουν στην εκκλησία αυτή ελαφρότητα και χάρη και την καθιστούν το τελειότερο παράδειγμα ναού οκταγωνικού τύπου, ο οποίος εφαρμόστηκε αργότερα και σε άλλους ναούς: στη Σωτείρα του Λυκόδημου (Ρωσική εκκλησία) στην Αθήνα (α’ μισό 11ου αι.), στο Δαφνί (τέλη 11ου αι.) κ.ά. Αλλά εκείνο που δίνει στο ναό του Οσίου Λουκά ιδιάζουσα θέση μεταξύ των βυζαντινών μνημείων της Ελλάδας είναι ο θαυμάσιος ζωγραφικός του διάκοσμος, ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Τα επάνω μέρη των τοίχων, οι καμάρες, τα σταυροθόλια, οι αψίδες, τα τύμπανα των παράθυρων και πολλά άλλα σημεία του ναού και του νάρθηκα κοσμούνται με ψηφιδωτά, ενώ τα παρεκκλήσια και ο τρούλος με τοιχογραφίες. Οι υπόλοιπες επιφάνειες καλύπτονται με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες ποικίλων αποχρώσεων.
Η κατανομή των σκηνών, των μεμονωμένων μορφών και γενικά των θεμάτων ακολουθεί την τάξη κατά την οποία διαμορφώθηκε ο ζωγραφικός διάκοσμος των εκκλησιών μετά την κατάπαυση της εικονομαχίας, συνδέεται δηλαδή με την αλληγορική και συμβολική έννοια της εκκλησίας ως σύμπαντος και συνεπώς ως κατοικίας του θεού.
Ψηφιδωτά. Καθώς εισέρχεται κανείς στον νάρθηκα αντικρίζει στο τύμπανο, πάνω από τη θύρα που οδηγεί στον ναό, αυστηρή αλλά γαλήνια τη μορφή του Χριστού σε χρυσό κάμπο. Στα τέσσερα τρίγωνα του σταυροθόλιου εικονίζονται, σε στηθάρια, η Θεοτόκος, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και οι δύο Αρχάγγελοι. Εικονίζονται επίσης μορφές αγίων, σε διάφορες θέσεις (οι Απόστολοι, στα τόξα που χωρίζουν τα τρία σταυροθόλια του νάρθηκα), και στις κατακόρυφες επιφάνειες του βόρειου σταυροθόλιου οι παραστάσεις της Σταύρωσης, του Νιπτήρα, της Ανάστασης και της Ψηλάφησης.
Η παράσταση της Σταύρωσης, απλή, δραματική και μεγαλειώδης, αποτελεί το αρχαιότερο ίσως παράδειγμα του τύπου αυτού της παράστασης, στη μεγάλη ζωγραφική: ο Χριστός εικονίζεται νεκρός με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο βυθισμένο σε νεκρική γαλήνη, ενώ παρευρίσκονται μόνο η Θεοτόκος και ο Ιωάννης. Ο τύπος αυτός της Σταύρωσης είχε διαμορφωθεί από τα τέλη του 9ου-αρχές 10ου αι. κυρίως σε έργα μικροτεχνίας.
Η σκηνή του Νιπτήρα ακολουθεί τον τύπο που είχε διαμορφωθεί από τον 6o αι. μ.Χ. Στη μέση εικονίζονται τα δύο κύρια πρόσωπα, ο Χριστός και ο Πέτρος, και πίσω σε δύο ομάδες οι Απόστολοι, που παρακολουθούν με έκπληξη τον Χριστό να πλένει τα πόδια του Πέτρου.
Η Ανάσταση, δηλαδή η εις Άδου κάθοδος των Βυζαντινών, είναι μια συμμετρική και σταθμισμένη παράσταση. Τον άξονα της σύνθεσης, αποτελεί το κατά μέτωπον σώμα του Χριστού, ο οποίος, με χρυσοποίκιλτο χιτώνα, ανεμιζόμενο λευκό ιμάτιο και κρατώντας υψηλότατο σταυρό στο δεξι χέρι, τραβάει με το αριστερό από τον τάφο (μια μαρμάρινη διακοσμημένη σαρκοφάγο) τους πρωτόπλαστους, ενώ αριστερά εικονίζονται οι δύο εστεμμένοι προφήτες, ο Δαβίδ και ο Σολομών, οι οποίοι είχαν προφητέψει το γεγονός.
Συμμετρική είναι και η παράσταση της Ψηλάφησης ή Απιστίας του Θωμά: ο Χριστός, μπροστά από την κλειστή θύρα «των θυρών κεκλεισμένων», υψώνει με μεγαλοπρέπεια το δεξιό χέρι αφήνοντας ακάλυπτη τη δεξιά πλευρά του και ο Θωμάς (το κεφάλι του είναι καταστρεμμένο) θέτει τον δεξιό δείκτη «επί τον τύπον των ήλων», ενώ οι άλλοι δέκα Απόστολοι (λείπει ο Ιούδας) παρακολουθούν με δέος τη σκηνή.
Στον κυρίως ναό και στο ιερό σώζονται επίσης πλήθος ψηφιδωτών παραστάσεων, όπως η Παναγία επί θρόνου με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της, τέσσερις στοχαστικές μορφές γεμάτες πνευματικότητα: ο Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Νικόλαος και ο Γρηγόριος ο θαυματουργός· ο Δανιήλ εν τω λάκκω των λεόντων και οι τρεις παίδες εν τη καμίνω, θέματα που η παλαιοχριστιανική τέχνη είχε παραλάβει νωρίς από τις διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, και είχαν περιεχόμενο σύμφωνο με τις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις των πρώτων χριστιανών· καρτερία στα βασανιστήρια, νίκη της πίστης κατά της βίας και των διωγμών κλπ.· ολόσωμοι ή σε στηθάρια άγιοι, μάρτυρες, ιεράρχες κ.ά. (υπολογίζονται σε 150 πριν από την καταστροφή των ψηφιδωτών), με ιδιαίτερη προτίμηση προς τους μοναστικούς και στρατιωτικούς αγίους, η οποία εξηγείται από το γεγονός ότι ο ναός διακοσμήθηκε σε εποχή μεγάλων αγώνων της αυτοκρατορίας εναντίον ποικιλότατων εχθρών).
Υπάρχουν και τέσσερις μεγάλες συνθέσεις: η Γέννηση, που έχει προσλάβει εδώ την πλήρη διαμόρφωση της, σε μια σύνθεση που παρουσιάζει συμμετρία, κίνηση, λογική κατανομή των προσώπων και χρωματική αρμονία· η Υπαπαντή, σύνθεση περισσότερο απλή, στην οποία ο χρυσός κάμπος δίνει την εντύπωση ότι τα πέντε πρόσωπα της σκηνής (Συμεών, Χριστός, Θεοτόκος, Ιωσήφ, Αννα) κινούνται μπροστά σε αναμμένη φωτιά· η Βάπτιση, σύνθεση με ενότητα και συμμετρία, με ιδιόμορφη παράσταση του νερού·
η Πεντηκοστή, κατεστρεμμένη δυστυχώς κατά το ήμισυ, όπου οι μορφές των Αποστόλων, με ζωή και κίνηση, αποτελούν πραγματικά πορτρέτα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός.
Αν στο πλήθος αυτό των απεικονίσεων προστεθεί ο πλουσιότατος διάκοσμος με ποικίλα θέματα: άνθη, φυτά, κληματίδες, γεωμετρικά και ελεύθερα σχέδια κ.ά., απλωμένος σε όλες τις επιφάνειες έτσι που να μη μένει ούτε σπιθαμή αδιακόσμητη, γίνεται φανερό γιατί ο ναός του Οσίου Λουκά έχει χαρακτηριστεί ως το σπουδαιότερο μνημείο ψηφιδωτής διακόσμησης.
Τοιχογραφίες. Με τοιχογραφίες είναι διακοσμημένος πρώτα ο τεράστιος (διάμετρος 9 μ., ύψος 5,22 μ.) τρούλος του ναού. Αρχικά και αυτός, όπως και όλες οι επιφάνειες της ανωδομής, ήταν διακοσμημένος με ψηφιδωτά, που έπεσαν όμως από σεισμό το 1593. Η εποχή, με την τυραννική καταπίεση του δυνάστη και την αρπακτικότητα των διοικητών και αξιωματούχων του, ήταν ακατάλληλη για πολύ δαπανηρά έργα, όπως είναι τα ψηφιδωτά, και έτσι ο τρούλος διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες, για τις οποίες υπήρχε μέχρι πριν από λίγο η άποψη ότι είχαν γίνει μετά το 1820, όταν, σύμφωνα με επιγραφές, είχε επισκευαστεί ο ναός. Μετά τις πρόσφατες όμως (1971) εργασίες στερέωσης και καθαρισμού, που πραγματοποιήθηκαν από τα συνεργεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και την αφαίρεση των επιζωγραφήσεων, διαπιστώθηκε χωρίς αμφιβολίες ότι ο ζωγραφικός διάκοσμος του τρούλου είχε γίνει περίπου διακόσια χρόνια πριν, στα τέλη του 16ου αι., λίγα χρόνια μετά την καταστροφή των ψηφιδωτών το 1593. Αποδείξεις γι’ αυτό αποτελούν το χρυσό χρώμα του κάμπου, που βρέθηκε κάτω από τα μεταγενέστερα στρώματα, επιγραφές, αλλά και η επιμελέστατη εργασία. Ο Παντοκράτωρ είναι υπερμεγέθης (μερικές διαστάσεις: μήκος ματιών 0,24 μ., ύψος μύτης 0,43 μ., μήκος μετώπου 1,35 μ., διαστάσεις Ευαγγελίου 1,10 x 0,79 μ., εσωτερική διάμετρος κύκλου μέσα στον οποίο εικονίζεται η μορφή 3,92 μ.). Ο Χριστός-Παντοκράτωρ δεν έχει εδώ την αυστηρή έκφραση του φοβερού κριτή των ανθρώπινων πράξεων, που είχε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (11ος-12ος αι., Δαφνί)· είναι, εξαιτίας της δουλείας του γένους, μειλίχιος, προσηνής, ενθαρρυντικός. Στις δύο χαμηλότερες ζώνες του τρούλου εικονίζονται στην πρώτη, η Παναγία, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ως ένσαρκος άγγελος, και τέσσερις Αρχάγγελοι-Αρχιστράτηγοι των επουράνιων δυνάμεων, και στη δεύτερη 16 προφήτες.
Ενδιαφέρων και πυκνός είναι ο ζωγραφικός διάκοσμος του παρεκκλησίου στη νοτιοδυτική γωνία του ισόγειου (χαριτωμένο είναι ένα ομοίωμα της εκκλησίας που θυμίζει λαϊκή τέχνη), ενώ στο βορειοανατολικό παρεκκλήσι, έχουν διασωθεί ελάχιστες τοιχογραφίες (μία διασώζει τα χαρακτηριστικά του ηγούμενου Φιλόθεου). Οι λίγες τοιχογραφίες της Πρόθεσης δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού, σύμφωνα με επιγραφή σωζόμενη στον νότιο τοίχο, είναι έργο του 1820. Τον θαυμάσιο διάκοσμο –ψηφιδωτά και τοιχογραφίες– του ναού, συμπληρώνουν τα ωραία σχέδια των μαρμαροθετημάτων στο δάπεδο, οι κοσμήτες στην ανωδομή με τη λεπτή γλυπτή εργασία, που χωρίζουν την ορθομαρμάρωση από τα ψηφιδωτά και τον τρούλο τα μικρά κιονόκρανα στα δίλοβα και τρίλοβα ανοίγματα του εσωτερικού, και το μαρμάρινο τέμπλο με το λεπτό και ωραίο γλυπτό διάκοσμο, το οποίο αποκαλύφτηκε πριν λίγα χρόνια, πίσω από ένα ογκώδες μεταγενέστερο, που το έκρυβε.
Τέλος, στον ναό του Οσίου Λουκά, υπάρχουν τέσσερις φορητές εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού: ο Χριστός Παντοκράτωρ· η Βρεφο-κρατούσα «η Πάντων Ελπίς» στον τύπο της Παναγίας του πάθους· ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος· ο «Άγιος Λουκάς εν τω Στερίω της Ελλάδος».
Η κρύπτη. Η κρύπτη, που κατασκευάστηκε για να ανέβει το δάπεδο του ναού του Οσίου Λουκά στο επίπεδο του δαπέδου του παλαιότερου ναού της Παναγίας, περιέλαβε τη θέση όπου είχε ταφεί ο Όσιος Λουκάς και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για την ταφή και άλλων επιφανών αξιωματούχων της μοναστικής πολιτείας, και μπορεί να χαρακτηριστεί ως ταφικό παρεκκλήσι κατά τον τύπο των αρχαίων μυστηρίων. Όταν ο πρώτος ναός μετονομάστηκε σε Παναγία, η κρύπτη αφιερώθηκε στην Αγία Βαρβάρα. Από τον τρόπο της κατασκευής της η κρύπτη διαιρείται σε 14 διαμερίσματα· στα 11 από αυτά διασώζονται τοιχογραφίες, όπου εικονίζονται: 40 μορφές αποστόλων, αγίων και οσίων, μια ομάδα μοναχών, δύο στηθάρια του Χριστού, ο όσιος Λουκάς, πλουσιότατος και πολύμορφος διάκοσμος και εννέα σκηνές: η Ψηλάφηση του Θωμά (με ένα ρεαλιστικό στοιχείο την ανατολικής τέχνης: ο Χριστός δεν υψώνει το δεξί χέρι, αλλά αρπάζει το χέρι του διστάζοντα Θωμά και το πλησιάζει στην πηγή του)· η Κοίμηση με μεγάλες φθορές· η Βαϊφόρος, όπως έχει διαμορφωθεί τον 10o και 11o αι., συγγενής από άποψη τεχνοτροπίας προς την ψηφιδωτή παράσταση του Δαφνιού, αλλά κατώτερη καλλιτεχνικά· η Σταύρωση, επανάληψη με μικρές αλλαγές της σκηνής των ψηφιδωτών του νάρθηκα· η Αποκαθήλωση, από τις ωραιότερες και πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της κρύπτης, στον τύπο που αναπτύχθηκε κατά τον 11 αι. και μπορεί να θεωρηθεί ως το καλύτερο παράδειγμα ταφής με πολλή αρχαϊκότητα, με δύο μόνο μαθητές, όπως στα καπαδοκικά μνημεία· το «Ίδετε τον τάφον»-οι Μυροφόροι (στην ίδια παράσταση με την ταφή), στον αρχαϊκό τύπο που είχε διαμορφωθεί κατά τον 10o αι. ο Νιπτήρ, όπου ο καλλιτέχνης μένει πιστός στην ελληνιστική παράδοση· ο Μυστικός Δείπνος, που ακολουθεί τον αρχαϊκό τύπο της σκηνής, όπως είχε διαμορφωθεί από την παλαιοχριστιανική εποχή.
Οι τοιχογραφίες της κρύπτης καθαρίστηκαν μόλις πριν λίγα χρόνια· αποτελούν συνεπώς ακόμα αντικείμενο μελέτης και πολλής συζήτησης, με πολλές γνώμες και απόψεις. Ως κυριότερα πάντως πορίσματα από την έως τώρα έρευνα του θέματος θα μπορούσε να διατυπωθούν τα εξής: υπάρχουν δύο περίοδοι εικονογράφησης· Για παράδειγμα, μερικά στηθάρια ηγουμένων στα σταυροθόλια και ο όσιος Λουκάς με τον ηγούμενο Βασίλειο στο νοτιοδυτικό γωνιαίο διαμέρισμα ανήκουν στη δεύτερη περίοδο. Διακρίνονται δύο καλλιτέχνες και δύο τεχνοτροπίες: η μία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανατολική ή μοναστική, είναι γραμμική και σχηματική απόδοση, όπως σε μερικά ψηφιδωτά: η άλλη, που ακολουθεί τα ελληνιστικά πρότυπα και εφαρμόζει την ελληνιστική τέχνη, έχει μαλακότητα, λεπτότητα και ευλυγισία. Υπάρχουν πολλά στοιχεία κοινά, κυρίως του διάκοσμου αλλά και έμπνευσης, μεταξύ των τοιχογραφιών του γυναικωνίτη, των παρεκκλησίων του μεγάλου ναού και ιδίως του βορειοανοτολικού και της κρύπτης. Οι τοιχογραφίες της κρύπτης μαρτυρούν την υψηλή στάθμη της ζωγραφικής κατά τον 11o αι. Δεν είναι αντίγραφα των ψηφιδωτών του μεγάλου ναού, αλλά τα συμπληρώνουν. Είναι πολύτιμα, πρωτότυπα έργα, σύγχρονα περίπου προς τον αρχικό διάκοσμο του ναού, τα οποία αντλούν από τα προηγούμενα βυζαντινά και από τα ανατολικά έργα. Με ηρεμία και ιεροπρέπεια εκφράζουν πνευματικές έννοιες. Μπορεί να χρονολογηθούν στην ίδια εποχή με τα ψηφιδωτά (περίπου το 1011) ή αμέσως μετά, πάντως μέσα στο πρώτο τέταρτο του 11ου αι.
Λεπτομέρεια του Νιπτήρα, ψηφιδωτού του Όσιου Λουκά, όπου με τα βλέμματα και τις κινήσεις των κεφαλών εκφράζεται η έκπληξη και η ταραχή των μαθητών καθώς παρακολουθούν το Χριστό να πλένει τα πόδια του Πέτρου. Η εκστατική αυτή έκφραση στα πρόσωπα αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο των ισορροπημένων αυτών ψηφιδωτών συνθέσεων, στις οποίες κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή, ενώ το τοπίο δίνεται συνοπτικά. Στην παράσταση του Νιπτήρα, που καλύπτει μια από τις κατακόρυφες επιφάνειες του βόρειου σταυροθόλιου, η σκηνή αποδίνεται σύμφωνα με τον τύπο που είχε διαμορφωθεί ήδη από τον 6o αιώνα. Η λεπτομέρεια της φωτογραφίας εικονίζει την έκπληξη και την ταραχή των μαθητών που παρακολουθούν και εκφράζεται θαυμάσια με βλέμματα και κινήσεις.
O νοτιοδυτικός πύργος της μονής του Όσιου Λουκά, όπως διαμορφώθηκε το 1863. Το ισόγειο του ήταν οκταγωνικός μικρός ναός απλούστατης μορφής με ενιαία σταυροθόλιο στην οροφή και με διαγώνιες νευρώσεις μεγάλων διαστάσεων. Χρονολογείται στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα. Υπάρχουν εκεί ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Χρησιμοποιείται ως κωδωνοστάσιο.
Η Σταύρωση, ψηφιδωτό του 11ου αιώνα στο μεγάλο ναό.
Ο Όσιος Λουκάς, ο ιδρυτής της μονής.
O Νιπτήρας: τοιχογραφία με παράσταση του Χριστού να πλένει τα πόδια του Πέτρου, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές παρακολουθούν.
Τοιχογραφία από την κρύπτη, όπου εικονίζονται η ταφή του Χριστού και οι Μυροφόροι. Η πρώτη παράσταση αποτελεί μοναδικό βυζαντινό παράδειγμα ταφής με τόση αρχαϊκότητα και με δύο μόνο μαθητές, τον Ιωσήφ και το Νικόδημο.
Η Βάπτιση, τοιχογραφία στον όσιο Λουκά.
Η αρχιτεκτονική κάτοψη των δύο ναών της μονής.
Ο ναός του Όσιου Λουκά (τμήμα του εσωτερικού) θεωρείται το σπουδαιότερο μνημείο ψηφιδωτής διακόσμησης.
Οι δύο ναοί της μονής. Ο μεγάλος, αφιερωμένος στον Όσιο Λουκά και δεξιά, ο ναός της Παναγίας, που χτίστηκε μεταξύ 946 - 955, ενώ ζούσε ακόμα ο όσιος Λουκάς. Ο ναός της Παναγίας, που λεγόταν άλλοτε της Αγίας Βαρβάρας, χρησιμοποιείται σήμερα για την άσκηση της λατρείας, ενώ ο μεγάλος ναός είναι μουσείο
Η Γέννηση, τοιχογραφία στον όσιο Λουκά.
Στη Μονή του Οσίου Λουκά η κρύπτη είναι διακοσμημένη με τοιχογραφίες του 11ου αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.